- ἐξεύχεται
- ἐξεύχομαιboast aloudpres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συντελής — ές, Α 1. αυτός που πληρώνει από κοινού με άλλον φόρους («αἵδε τῶν πόλεων Χερρονησίοις συντελεῑς οὖσαι ἀπέδοσαν», επιγρ.) 2. αυτός που πληρώνει φόρο σε κάποιον, που είναι φόρου υποτελής σε κάποιον 3. αυτός που συνεργεί σε κάτι 4. μτφ. συνδεδεμένος … Dictionary of Greek
ἐξεύχετ' — ἐξεύχετο , ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg ἐξεύχεται , ἐξεύχομαι boast aloud pres ind mp 3rd sg ἐξεύχετο , ἐξεύχομαι boast aloud imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)